- προεξάνθησις
- προεξ-άνθησις, εως, ἡ,A premature growth, τριχῶν Sch.Pi.N.6.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεξάνθησις — premature growth fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξάνθησις — ήσεως, ἡ, Α [προεξανθῶ] πρόωρη εκβλάστηση … Dictionary of Greek